- αγαθοεργία
- 1) bienfaisance2) charité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀγαθοεργία — ἀγαθοεργίᾱ , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc/acc dual ἀγαθοεργίᾱ , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργίᾳ — ἀγαθοεργίαι , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθοεργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — η ευεργετική πράξη: Είχε κάνει στον τόπο του ένα σωρό αγαθοεργίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγαθοεργίας — ἀγαθοεργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem acc pl ἀγαθοεργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργίαι — ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθοεργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργίαν — ἀγαθοεργίᾱν , ἀγαθοεργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργίαι — ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθουργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργιῶν — ἀγαθοεργία good deed fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργίαις — ἀγαθοεργία good deed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργίαις — ἀγαθοεργία good deed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)